ξέκρεμος

ξέκρεμος
-ή, -ο
ξεκρέμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκρεμώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεκρέμαστος — η, ο [ξεκρεμώ] 1. αυτός που δεν είναι κρεμασμένος κάπου, ξέκρεμος 2. μτφ. α) αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος (α. «ξεκρέμαστες ιδέες» β. «ξεκρέμαστα λόγια») β) (για πρόσ.) i) αυτός που δεν έχει οικονομικά ερείσματα, που έμεινε χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”